- κυριτικό
- και κουιριτικός και κουιρικός, -ή, -ό [Κυρίτες]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κυρίτες, δηλ. στους Ρωμαίους πολίτες2. φρ. α) «κυριτικό δίκαιο» — το δίκαιο τής προκλασικής περιόδου τής Ρώμης, που ρύθμιζε προνομιακώς τα θέματα μόνο τών Ρωμαίων πολιτώνβ) «κυριτική κυριότης» — η κυριότητα που αποκτούσαν οι Ρωμαίοι πολίτες με τις αυστηρές διατυπώσεις τού κυριτικού δικαίου.
Dictionary of Greek. 2013.